βρομερότητα

βρομερότητα
η [βρομερός]
1. το να είναι κανείς βρομερός, ακάθαρτος
2. ανηθικότητα, αισχρότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βρομερότητα — η 1. η ιδιότητα του βρομερού, η ακαθαρσία. 2. η ανηθικότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”